- ακατασκήνωτος
- -η, -ο (Α ἀκατασκήνωτος, -ον) [κατασκηνῶ]όποιος δεν έχει κατασκηνώσει, δεν έχει εγκατασταθεί σε σκηνέςαρχ.ο ακατάλληλος για κατασκήνωση«ἀκατασκήνωτος τόπος» (Ονήσανδρος Στρατ. 1, 8).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακατασκήνωτος — η, ο αυτός που δεν κατασκήνωσε: Τα παιδιά, δυο μέρες τώρα, ήταν ακατασκήνωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκατασκήνωτα — ἀκατασκήνωτος unsuitable for encampment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)